κῶμος

κῶμος
(-ου, -ῳ, -ον, -ων.)
1 victory procession, triumph of a victor

Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9

ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾷ O. 6.18

σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98

τόνδε κῶμον καὶ στεφανοφορίαν δέξαι O. 8.10

ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα O. 14.16

κῶμόν τ' ἀέθλων Πυθίων αἴγλαν στεφάνοις P. 3.73

δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22

ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20

κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε P. 8.70

(κρατῆρα),

γλυκὺν κώμου προφάταν N. 9.50

οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.31

esp., the triumph song sung in conjunction with the procession, μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (κώμων θ codd.: θ del. byz.: ὕμνων coni. Pauw, Beck) P. 5.100

μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.5

Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.58

Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κῶμος — revel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμος — revel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι …   Dictionary of Greek

  • Κῶμε — Κῶμος revel masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμε — κῶμος revel masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶμοι — Κῶμος revel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμοι — κῶμος revel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῶμον — Κῶμος revel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῶμον — κῶμος revel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώμοιο — Κῶμος revel masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώμοις — Κῶμος revel masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”